- τρινιτροβενζόλιο
- το, Νχημ. αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, τρινιτρωμένο παράγωγο τού βενζολίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek